Στο πλαίσιο του 1ου Παγκόσμιου Φεστιβάλ της Αξιοπρεπούς Οργής, που λαμβάνει χώρα στο Μεξικό, ο εξεγερμένος υποδιοικητής Μάρκος ξεκινάει την παρέμβασή του, με τίτλο "Πρώτος άνεμος. Μια οργισμένη αξιοπρεπής νεολαία", με ένα χαιρετισμό στα ελληνικά:
"Συντρόφισσα, σύντροφε. Εξεγερμένη Ελλάδα. Εμείς, οι πιο μικροί, από αυτή τη γωνιά του κόσμου, σε χαιρετάμε.
Δέξου το σεβασμό μας και το θαυμασμό μας γι' αυτό που σκέφτεσαι και κάνεις. Από μακριά μαθαίνουμε από σένα.
Ευχαριστούμε".
Ακολουθεί μετάφραση του λόγου του υποδιοικητή Μάρκος στο "Εθνικό και Διεθνή Καραβάνι Παρατήρησης και Αλληλεγγύης στις Ζαπατιστικές Κοινότητες" στις αρχές Αυγούστου 2008:
Πώς ξεκίνησαν όλα... 15 χρόνια πριν , μια μικρή ομάδα κατοίκων πήγε από την πόλη σε μια περιοχή μέσα στη ζούγκλα της Montes Assules… Στη ζούγκλα υπήρχαν ζώα με τέσσερα πόδια κι εμείς ήμασταν τα μόνα μεγάλα δίποδα... Γύρω στο ΄83 με ΄84 η λογική μας ήταν η ίδια με τη λογική της παράδοσης των αριστερών ένοπλων ανταρτών, η ίδια με όλους αυτούς που πιστεύουν στον φοκισμό, η πίστη πως ένας μικρός στρατός ανθρώπων μπορεί να γίνει ο σωτήρας της κοινωνίας που θα τον ακολουθήσει και με αυτόν τον τρόπο θα καταλάβουν την κυβέρνηση... Αλλά δεν ξέραμε από ένοπλο αντάρτικο.. Κάποιοι από εμάς σκοτώθηκαν στις μάχες με την αστυνομία και τις κρατικές μυστικές υπηρεσίες του Μεξικού. Εκείνο τον καιρό, κανείς σ’ αυτό το βουνό δεν ήξερε αυτούς τους ανθρώπους... Αυτή η περιοχή ήταν εντελώς ξεχασμένη από το κράτος κι αυτό ήταν μεγάλο πλεονέκτημα για εμάς εκείνη την εποχή. Ήμασταν άγνωστοι και ξεχασμένοι κι αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να υπάρχουμε. Ήμασταν άνθρωποι και γίναμε μαϊμούδες. Γι’ αυτό βάλαμε μάσκες στα πρόσωπά μας. Κάτω από την κουκούλα είμαστε άσχημοι, πολύ άσχημοι...
Η ομάδα επιβίωσε κυρίως λόγω του ηθικού βάρους των δολοφονηθέντων συντρόφων. Αλλά μετά έπρεπε να αποφασίσουμε τι θα γίνουμε. Μια ομάδα στα βουνά περιμένει κάτι να συμβεί, δηλ. την κοινωνία να ξυπνήσει ή θα έπρεπε να γίνουμε κανονικοί ορθόδοξοι αριστεροί ηγέτες, θεσμικοί άνθρωποι, υποψήφιοι στις εκλογές ή και μέλη της κυβέρνησης; Αυτό που μας έσωσε ήταν η συνάντησή μας με τους ιθαγενείς ανθρώπους, μια συνάντηση που μεταμόρφωσε έναν ορθόδοξο μαρξιστικό στρατό σ’ έναν λαϊκό στρατό των ιθαγενών. Αυτό μας έκανε 99% ιθαγενικό στρατό και 1% μεξικάνικο στρατό. Με αυτόν τον τρόπο ηττήθηκε ολοκληρωτικά η λογική της πολιτικής πρωτοπορίας που είχαμε, η ιδέα δηλ. πως μπορεί να υπάρξουν κάποιοι άνθρωποι που θα σώσουν την κοινωνία. Συνειδητοποιήσαμε πως όταν μιλούσαμε με τους ιθαγενείς δεν καταλάβαιναν τι προσπαθούσαμε να τους εξηγήσουμε και πως η πρότασή τους ήταν πολύ καλύτερη από τη δική μας. Συνειδητοποιήσαμε πως αυτοί ήταν ένα κίνημα ζωής, το οποίο είχε επιβιώσει απ’ όλους τους αποικιοκράτες της ιστορίας: τους Ισπανούς, τους Γερμανούς, τους Γάλλους, τους Άγγλους, τους Αμερικάνους...Όλους τους αποικιοκράτες και όλες τις αυτοκρατορίες της γης. Επιβίωσαν κι αυτό αποδεικνύει πως γνωρίζουν πώς να αντιστέκονται. Αυτό έχει να κάνει με το ηθικό βάρος, με την κουλτούρα, τη φύση και την εναλλακτική πρόταση αγώνα που κουβαλάνε. Έτσι γίναμε μαθητές του αγώνα τους, που συνεχίζεται εδώ και 500 χρόνια. Βρήκαμε έναν δρόμο, βρήκαμε μια ορμή. Την ορμή των ονείρων μας. Ο EZLN χρωστάει πολλά στο διεθνές κίνημα αλληλεγγύης κι επίσης χρωστάει πολλά στην ιθαγενική καρδιά. Η πρώτη επαφή που είχαμε με τους ιθαγενείς ανθρώπους βασιζόταν στην κλασσική νοοτροπία των ανταρτών, δηλαδή τους απευθυνόμασταν λες και ήταν αδαείς. Αλλά μετά βρήκαμε μια γέφυρα, αλλάξαμε τον τρόπο που μιλάμε και που σκεφτόμαστε, αλλάξαμε τη θέση μας. Από το σημείο να υπηρετούμε τις μάζες, πήγαμε στο σημείο να υπηρετούμε τις κοινότητες. Αυτή η διαδικασία ήταν μια διαδικασία εκμάθησης η οποία ήταν πολύ ισχυρότερη από το ηλεκτροσόκ των ψυχιατρικών κλινικών. Πολλοί από εμάς δεν επιβίωσαν από το σοκ αυτό κι άλλοι βρίσκονται υπό την επήρειά του. Αλλά αυτή η διαδικασία μας μεταμόρφωσε από μια ομάδα 6 συντρόφων, σ’ έναν επαναστατικό στρατό 6000 μαχητών, αποφασισμένων να πάρουν τα όπλα και να πολεμήσουν για αξιοπρέπεια κι ελευθερία...
Μια ανοιχτόμυαλη ανάλυση της διεθνούς κατάστασης, μας έλεγε πως η πολιτική συγκυρία δεν ήταν η κατάλληλη. Ο σοσιαλισμός κατέρρεε, η αριστερά έκλαιγε για το θάνατο του Guattari και κάθε λογικός άνθρωπος θα μας συμβούλευε να μην πάρουμε τα όπλα. Αλλά κάτι υπήρχε μέσα μας που μας έλεγε να μην υπολογίζουμε στην ανάλυση, να μην παρατηρούμε την πολιτική γεωγραφία από τα πάνω, αλλά από τα κάτω.
Έγιναν αγροτικές μεταρρυθμίσεις που παραχωρούσαν το δικαίωμα των αγροτών στη γη, αλλά οι ιθαγενείς έμεναν πάντα με την κακή γη, ενώ πολλές ασθένειες σκότωναν τα παιδιά τους. Από το 1990 ως το 1992, τα περισσότερα παιδιά δεν επιζούσαν για να φτάσουν πέντε χρονών και πέθαιναν από ιάσιμες ασθένειες όπως η φυματίωση, ο τυφοειδής και ο απλός πυρετός. Στις μεγάλες πόλεις με το πρόβλημα του υπερπληθυσμού, πολύς κόσμος λέει πως τα «βγάζουμε πέρα και με λίγα», αλλά αυτό για τους ιθαγενείς δεν ισχύει.
Δεν ήταν ο επαναστατικός στρατός που ανάγκασε τις κοινότητες να επαναστατήσουν, ήταν οι γυναίκες που μας ανάγκασαν να πάρουμε τα όπλα καθώς κοιτούσαν τα παιδιά τους να πεθαίνουν. Αυτές έσπειραν σε όλα τα βουνά τη φήμη του «φτάνει πια» («Ya Basta») και γι’ αυτή τη φήμη δύο κυρίως συντρόφισσες βοήθησαν πολύ. Μια απ’ τις δυο ήταν η Ramona, μια συντρόφισσα που τώρα είναι νεκρή.
Η προετοιμασία της εξέγερσης δημιουργούσε άγχος και αναταραχή. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Το 1992 κάναμε ένα συνέδριο χωρίς τηλεοράσεις, χωρίς κυβερνητικά μέλη, χωρίς πολιτικούς, από χωριό σε χωριό κι από συνέλευση σε συνέλευση. Θέταμε το πρόβλημα για το αν θα πάρουμε τα όπλα ή όχι. Αν θα παίρναμε τα όπλα μπορεί και ηττιόμασταν, αλλά επίσης ήταν δυνατόν να βελτιώναμε τη ζωή μας. Αν δεν παίρναμε τα όπλα θα εξαφανιζόμασταν ως ιθαγενής λαός. Η προοπτική του θανάτου μας, δε μας άφησε καμιά άλλη επιλογή. Ο στρατός δε φρόντισε τον κόσμο, αλλά ο κόσμος ήταν αυτός που φρόντισε και αύξησε το στρατό. Καθώς κάναμε τις στρατιωτικές προετοιμασίες και τις ασκήσεις στα βουνά, σκεφτόμασταν πώς θα συνεχίσουμε. Γνωρίζαμε πως αν μπαίναμε σ’ αυτό το μονοπάτι, δε θα υπήρχε γυρισμός. Και γνωρίζαμε πλέον πως αν ζητήσουμε τον κόσμο να πάρει τα όπλα, αυτός θα τα πάρει.
Μετά το 1994, ξεκινά η περίοδος της ένοπλης αντίστασης, η οποία αντί να καταλήξει σε καθολικό πόλεμο, μας οδήγησε σε μια περίοδο οργάνωσης της ειρηνικής αντίστασης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η αλλαγή της στάσης μας προς την εξουσία, ήταν που χαρακτήρισε βαθιά τους Ζαπατίστας και του EZLN. Οι λύσεις που βρίσκαμε ήταν όλες χτισμένες από τα κάτω προς τα πάνω. Οι προτάσεις της ορθόδοξης αριστεράς είχαν όλες την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτή η αλλαγή σημαίνει πολλά για εμάς. Σημαίνει όχι να ψηφίζουμε αλλά να οργανωνόμαστε, σημαίνει να ξαναπάμε στο σχολείο. Αυτό ήταν που μας εξήγησαν οι ιθαγενείς. «Το χτίσιμο της αυτονομίας».
Τα τελευταία 12 χρόνια ο Μάρκος προσπάθησε να καταστρέψει την εικόνα που πολύς κόσμος είχε γι’ αυτόν, ενώ άλλοι απομακρύνονταν από το κίνημα, γίνονταν αντι-Ζαπατίστας, πολλοί από αυτούς που ταξίδευαν στα διάφορα φόρουμ και στα καραβάνια με πληρωμένα εισιτήρια, λειτουργώντας ως Ζαπατολόγοι.
Σε αυτή εδώ τη γη αποκαλούμε κογιότ τους ενδιάμεσους, αυτούς που αγοράζουν τα προϊόντα μεν φτηνά και μετά τα ξαναπουλάνε ακριβότερα στην αγορά. Παντού γύρω μας εμφανίστηκαν ενδιάμεσοι της αλληλεγγύης μετά την εξέγερση. Αυτοί είναι όσοι λένε πως έχουν το «κόκκινο τηλέφωνο» για να επικοινωνούν κατευθείαν με τον υποδιοικητή Μάρκος κι έχουν δημιουργήσει ένα πολιτικό κεφάλαιο από την αλληλεγγύη τους. Η εμφάνιση αυτών των ενδιάμεσων, μας έκρυβε πολύ πιο σημαντικά πράγματα. Νιώθαμε πως υπήρχε κάτι σημαντικό εκεί έξω. Η εξέγερση συγκεκριμένων Ελλήνων, Ισπανών και Βάσκων υπήρχε αλλά δε μπορούσαμε να τη δούμε. Αυτά τα κογιότ οργάνωναν πολλά πράγματα αρκεί να ήμασταν στη μόδα και είχαν το δικό τους κέρδος από εμάς.
Είναι το ίδιο σαν κι αυτούς που έρχονται δωρεάν με πληρωμένα τα έξοδα από τις επαγγελματικές πολιτικές οργανώσεις τους. Ποτέ δεν προσπαθήσαμε να γίνουμε κάτι τέτοιο. Ποτέ δε θελήσαμε να γίνουμε μια ομοιογενής πολιτική δύναμη του Μεξικού ή του κόσμου. Στην Ιταλία όπως και στο Μεξικό, υπάρχουν ακόμη αυτοί που χτίζουν ελπίδες στην παραδοσιακή αριστερά. Περιμένουν την αλλαγή στην πιθανότητα της παραδοσιακής αριστεράς να γίνει κυβέρνηση. Το έχουμε καταλάβει πως στην Ευρώπη όποιος είναι ριζοσπαστικός από παλιά, μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο μόλις γίνει κυβέρνηση. Το σύστημα θα σε χωνέψει ή θα σε αφοδεύσει. Όταν κάποια στιγμή υπήρξε η πιθανότητα της εξουσίας, η διαδικασία της χώνεψης ξεκίνησε στους Ζαπατίστας. Για εμάς μάλλον το κέντρο δεν είναι κέντρο. Το κέντρο είναι κολλημένο στη δεξιά. Αλλά και η παραδοσιακή αριστερά πάντα πίστευε πως μια μικρή ομάδα πεφωτισμένων ηγετών θα αλλάξει την κοινωνία ή πως 40 συμμορίτες πάνω στο βουνό θα τους σώσουν. Δεν είναι πως δε μας αρέσει αυτή η λογική, είναι που δεν την πιστεύουμε, δε μπορούμε να είμαστε κάτι τέτοιο. Κι αυτό είναι ένα όρνιο.
Όταν τα λέγαμε αυτά, η αριστερά έλεγε πως στεκόμαστε στη δεξιά πλευρά. Τώρα όλοι επαναλαμβάνουν τη λογική μας, αλλά και πάλι η αντίληψή μας δεν χωράει στο παζλ της αριστεράς. Γιατί η αριστερά πάντα αποκλείει οτιδήποτε δε χωράει στο παζλ κι εμείς δε χωράμε, δε θα υπακούσουμε στην παραδοσιακή αριστερή λογική.
Ισχυρές σχέσεις οικοδομήθηκαν με την κοινωνική Ιταλία και την εξεγερμένη Ελλάδα. Συνεχίζουμε να μη θέλουμε την εξουσία. Πιστεύουμε πως πρέπει να δουλέψουμε και να οργανωθούμε από τα κάτω. Αυτοί οι ενδιάμεσοι αλληλέγγυοι πάνε στη δεξιά, γιατί η εξουσία είναι που έχει συγκεκριμένους κανόνες για να συντηρεί. Εμείς χτίσαμε μια (πολιτική) γεωγραφία ανεστραμμένη. Καταλάβαμε πως αυτοί που είναι μακριά είναι πιο κοντά μας. Ψάξαμε τον κόσμο και μετά την 6η Διακήρυξη εμφανίστηκαν. Ψάξαμε το Μεξικό και ολόκληρο τον κόσμο για άλλους ανθρώπους που να είναι σαν κι εμάς, αλλά να είναι διαφορετικοί.
Οι Ζαπατίστας παραιτήθηκαν από το να είναι μια ομοιογένεια. Δε θέλουμε όλοι να είναι ιθαγενείς. Θέλουμε το μέρος μας για να διαλέξουμε τι θέλουμε να κάνουμε. Και θέλουμε να χτίσουμε δεσμούς συντροφικότητας με ανθρώπους σαν κι εμάς. Αυτή είναι η 6η Διακήρυξη και η «Άλλη Καμπάνια». Σχέσεις χωρίς ενδιάμεσους. Άνθρωποι από την Ινδία, τη Μαλαισία, τη Βραζιλία, ήρθαν στο Realidad. Είδαμε μια συνάντηση αρχηγών. Αν οι άνθρωποί μας δε συναντηθούν τότε, δεν υπάρχει νόημα. Αν θέλετε ας βγάλετε απλά μερικές φωτογραφίες. Δε μπορούμε έτσι κι αλλιώς να ταξιδέψουμε στην Ελλάδα. Αλλά δε θέλουμε να ζητιανέψουμε για βοήθεια, δε θέλουμε οι άνθρωποι να μας λυπούνται. Θέλουμε διεθνείς συντρόφους στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στο Βέλγιο, στη χώρα των Βάσκων.
Η ηθική μας κληρονομιά είναι ο αγώνας μας για Δικαιοσύνη, Ελευθερία και Δημοκρατία. Δε θέλουμε σχέσεις με καλλιτέχνες, διανοούμενους, πολιτικούς εκπροσώπους. Χρωστάμε πολλά σε όσους πέθαναν. Πρέπει να είμαστε ικανοί να πούμε στους νεκρούς μας πως δεν παραιτηθήκαμε, δεν ξεπουληθήκαμε, δεν πέσαμε.
Μετάφραση έγινε από τα αγγλικά. Πηγή Void Network